ροσφέτι

ροσφέτι
το, Ν
βλ. ρουσφέτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρουσφέτι — και ροσφέτι, το, Ν 1. δωροδοκία 2. χαριστική παροχή εκ μέρους τής κυβερνητικής ή άλλης εξουσίας, σε οπαδούς ή γνωστούς, με καταστρατήγηση συνήθως τής νομοθεσίας και τών κανονισμών, αποτέλεσμα φανερής ή κρυφής συναλλαγής 3. οποιαδήποτε χαριστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”